φοινίσσουσα

φοινίσσουσα
φοινίσσω
redden
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
φοινίζω
fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Εικοσιφοίνισσας, μονή — Γυναικείο μοναστήρι της ανατολικής Μακεδονίας, στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού Σερρών, χτισμένο σε μια απότομη χαράδρα του Παγγαίου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Δράμας. Για την ονομασία του μοναστηριού, που λεγόταν και ΚοσυφίνισσαΚοσύνιτσα (=… …   Dictionary of Greek

  • νεοθηλής — (I) νεοθηλής και δωρ. τ. νεοθαλής και ιων. τ. νεηθαλής, ές (Α) 1. αυτός που άρχισε να θάλλει πρόσφατα, αυτός που βλάστησε πρόσφατα, ο χλωρός («τοῑσι δ ὑπὸ χθὼν δῑα φῡεν νεοθηλέα ποίην», Ομ. Ιλ.) 2. (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”